παρεύρησις

παρεύρησις
ἡ, Α
βλ. παρεύρεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεύρεση — η / παρεύρεσις, έσεως, και παρεύρησις, ήσεως, ΝΑ [παρευρίσκω] νεοελλ. το να βρίσκεται κανείς κάπου, η παρουσία αρχ. 1. επινόηση ψευδούς δικαιολογίας, πρόφαση, πρόσχημα 2. απάτη, ψευτιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”